- Ακτινόζωα
- Τάξη θαλάσσιων πρωτόζωων, της ομοταξίας των ριζοπόδων ή σαρκωδών. Είναι μικροσκοπικοί μονοκύτταροι οργανισμοί. Το σώμα τους αποτελείται από δύο μέρη: ένα εξωτερικό, το εκτόπλασμα, και μια κεντρική μάζα, το ενδόπλασμα, που περιέχει τον πυρήνα. Τα δύο μέρη χωρίζονται από μια μεμβράνη με οπές, που λέγεται κάψα. Συνήθως μέσα στο πλάσμα βρίσκονται μικροσκοπικά κιτρινωπά φύκια, οι ξωανθίλλες, που συμβιώνουν με τα α., παρέχοντας και παίρνοντας προϊόντα του αντίστοιχου μεταβολισμού. Ο σκελετός των α., συνήθως από πυρίτιο, αποτελείται από μία ή περισσότερες ομόκεντρες κοιλότητες και από πολυάριθμες βελόνες, συχνά σε ακτινωτή διάταξη: μέσα από λεπτότατες τρύπες του σκελετού περνούν τα νηματοειδή ψευδοπόδια, με τα οποία τα α. μετακινούνται και βρίσκουν την τροφή τους, η οποία αποτελείται από άλλα πρωτόζωα.
Τα α. ζουν κυρίως μεμονωμένα· ορισμένα μόνο είδη συγκροτούν αποικίες, ενωμένα σε κοινή πηκτοειδή μάζα. Ανάλογα με το είδος τους, οι πλαγκτονικοί αυτοί οργανισμοί έχουν κατανεμηθεί με ποικίλους τρόπους ανάμεσα στην επιφάνεια της θάλασσας και σε βάθος που φτάνει σε δεκάδες χιλιάδες μέτρα. Οι σκελετοί των νεκρών α. πέφτοντας στον βυθό συμβάλλουν ευρύτατα στον σχηματισμό θαλάσσιων ιζημάτων (ιλύς α. και πυριτικό άλευρο ή τριπολίτιδα γη). Τα α. πρέπει να θεωρούνται από τους παλαιότερους γνωστούς οργανισμούς, γιατί σκελετοί τους έχουν βρεθεί σε πετρώματα του παλαιοζωικού.
1) Σχηματική παράσταση ακτινόζωου: α) σκελετός, β) εκτόπλασμα, γ) ενδόπλασμα, δ) κάψα, ε) κυτόπλασμα, ζ) πυρήνας, η) ψευδοπόδια. 2) Κυστίδιο: θ) πηκτοειδής ουσία, ι) ζωοχλωρέλες, κ) ελαιώδεις σταγόνες. 3) Κιρκόπορος. 4) Ακανθόμετρο το ελαστικό. 5) Λαμπροκυκλάς. 6) Λαμπρομίτρα. 7) Τριστυλοσυρίς ή παλαμόπους, σκελετός. 8) Σκελετός ακτινόζωου με τρεις ομόκεντρες κοιλότητες.
* * *τα Ζωολ.-Παλαιοντ.υφομοταξία Ακτινόποδων Πρωτόζωων. Βρίσκονται στα ανώτερα στρώματα όλων τών ωκεανών. Έχουν σφαιρική ακτινωτή συμμετρία και είναι γνωστά για τον πολύπλοκο, κομψά κατασκευασμένο σκελετό τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < aktinozoa, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < ακτίς (-ίνα) + ζώα].
Dictionary of Greek. 2013.